-
1 bindirilme
επιβίβαση -
2 embarkation
επιβίβαση -
3 посадка
посадка ж 1) (растений) το φύτευμα, η φύτευση 2) η επιβίβαση (на поезд, пароход) 3) (самолёта) η προσγείωση 4) (летающего аппарата) η προσεδάφιση· το προσθαλάσσωση (приводнение)· совершить мягкую \посадкау προσεδαφίζομαι ομαλά* * *ж1) ( растений) το φύτευμα, η φύτευση2) η επιβίβαση (на поезд, параход)3) ( самолёта) η προσγείωση4) ( летающего аппарата) η προσεδάφιση; το προσθαλάσσωση ( приводнение)соверши́ть мя́гкую поса́дку — προσεδαφίζομαι ομαλά
-
4 погрузка
погру́з||каж ἡ φόρτωση [-ις], τό φόρτωμα:\погрузка и выгрузка ἡ φορτοεκφό-ρτωση [-ις]· \погрузка на· поезд ἡ ἐπιβίβαση ἀτό τραίνο· \погрузка на судно ἡ ἐπιβίβαση, τό μπαρκάρισμα. -
5 посадка
посадк||аж1. (растений · действие) ἡ φύτευση, τό φύτευμα·2. \посадкаи мн. φυτεία:\посадкаи картофеля οἱ φυτείες πατάτας3. ἡ ἐπιβίβαση / τό μπαρκάρισμα (Ш судно)/ ἡ ἐπιβίβαση στό τραίνο (на поезд)·4. ἀβ. ἡ προσγειωση [-ις] / ἡ προσ· θαλασσωση [-ις] (на воду):вынужденна, \посадка ἡ ἀναγκαστική προσγείωση· совершил \посадкау προσγειώνομαι, προσγειοβμαν5. (осанка) ἡ θέση, ἡ τοποθέτηση·6. (ма нера сидеть в седле) ἡ στάση τοῦ ἐφιππου. -
6 погрузка
-и θ.φόρτωση, -μα•погрузка угля φόρτωση κάρβουνου•
погрузка ящиков φόρτωση κιβωτίων.
|| επιβίβαση μπαρκάρισμα•погрузка войск в эшелоны επιβίβαση στρατευμάτων σε συρμούς•
погрузка на судно μπαρκάρισμα (φόρτωση) σε σκάφος.
-
7 посадка
1. (самолета) η προσγείωσηосуществлять - у εκτελώ την -, προσγειώνομαι2. (на самолёт, судно) η επιβίβαση 3. маш. η εφαρμογή, η άρμωση 4. горн. η καθίζηση- кровли - της οροφής 5 с.-х. η φύτευση, το (εμ)φύτευμα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > посадка
-
8 embarkation
[em-]noun επιβίβαση -
9 грузка
-и θ.φόρτωση, φόρτωμα, επιβίβαση, μπαρκάρισμα. -
10 посадка
-и θ.1. φύτευση, -μα.2. φυτεία, τόπος φυτευμένος τα φυτευμένα δέντρα.3. επιβίβαση.4. προσγείωση•вынужденная посадка αναγκαστική προσγείωση•
совершить -у κάνω (εκτελώ) προσγείωση, προσγειώνομαι.
5. η κάθι-ση του έφιππου (η θέση ή ο τρόπος). || τοποθέτηση.
См. также в других словарях:
επιβίβαση — η είσοδος, εισαγωγή σε μεταφορικό μέσο. [ΕΤΥΜΟΛ. < επιβιβάζω. Η λ. στον λόγιο τ. επιβίβασις μαρτυρείται από το 1871 στον Άγγ. Βλάχο] … Dictionary of Greek
επιβίβαση — η η εισαγωγή ή η είσοδος σε κάποιο μεταφορικό μέσο (πλοίο, σιδηρόδρομο κ.ά.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αποβάθρα — Σανίδα ή σκάλα που ενώνει το πλοίο με την ξηρά και χρησιμεύει για την επιβίβαση ή την αποβίβαση των επιβατών. Υπάρχουν επίσης α. για τη φόρτωση ή την εκφόρτωση των εμπορευμάτων με τα αναγκαία ειδικά σύνεργα για εργασίες του είδους, καθώς και… … Dictionary of Greek
εμβατήριο — Μουσική οργανική σύνθεση σε διμερή ρυθμό, τον οποίο υπαγορεύει η ανάγκη του ομαδικού και ομοιόμορφου βαδίσματος. Το είδος αυτό έχει αρχαιότατη προέλευση. Στην αρχαιότητα, οι θρησκευτικές ή στρατιωτικές πομπές, καθώς και οι χορωδοί της αρχαίας… … Dictionary of Greek
επίβαθρον — ἐπίβαθρον, το (Α) [βάθρον] 1. ναύλο για επιβίβαση 2. μίσθωμα, ενοίκιο 3. διόδια 4. επιβάθρα 5. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἐπίβαθρα (ιερά) θυσίες κατά την επιβίβαση σε πλοίο 6. φρ. α) «ἐπίβαθρον ἀοιδῆς» βάθρο για αοιδό β) «ἐπίβαθρον ὀρνίθων» το… … Dictionary of Greek
μετεπιβίβαση — η επιβίβαση από ένα μεταφορικό μέσο σε άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) + επιβίβαση] … Dictionary of Greek
σταθμός — Όνομα έντεκα οικισμών. 1. Πεδινός οικισμός (81 κάτ., υψόμ. 90 μ.) στην επαρχία Νάουσας του νομού Ημαθίας. Υπάγεται διοικητικά στο δήμο Νάουσας. 2. Πεδινός οικισμός (8 κάτ., υψόμ. 105 μ.), στην επαρχία Λιβαδειάς του νομού Βοιωτίας. Υπάγεται… … Dictionary of Greek
έμβαση — η (AM ἔμβασις) 1. είσοδος, το να μπαίνει κάποιος σ έναν χώρο 2. το μέρος απ όπου μπαίνει κανείς, η μπασιά νεοελλ. ενίσχυση τόρμου ή σφήνας με αύξηση τού πάχους αρχ. μσν. λεκάνη λουτρού μσν. (για σιτάρι) συγκομιδή αρχ. 1. επιβίβαση σε πλοίο 2.… … Dictionary of Greek
αερόσκαλα — η αποβάθρα υδροπλάνων, περιοχή τής ακτής κατάλληλα διαρρυθμισμένη για την αποβίβαση και επιβίβαση επιβατών στο υδροπλάνο, τον ανεφοδιασμό τών σκαφών αυτών και την ανέλκυσή τους στην ξηρά … Dictionary of Greek
απόβαθρα — Σανίδα ή σκάλα που ενώνει το πλοίο με την ξηρά και χρησιμεύει για την επιβίβαση ή την αποβίβαση των επιβατών. Υπάρχουν επίσης α. για τη φόρτωση ή την εκφόρτωση των εμπορευμάτων με τα αναγκαία ειδικά σύνεργα για εργασίες του είδους, καθώς και… … Dictionary of Greek
αστροναυτική — Επιστήμη η οποία οφείλει την ανάπτυξή της στην προσπάθεια κατάκτησης του Διαστήματος. Η α. είναι το σύνολο των θεωρητικών ερευνών και των πρακτικών εφαρμογών σχετικά με την κίνηση οχημάτων στο Διάστημα, που ξεκινούν από τη Γη, προωθούνται με… … Dictionary of Greek